- ἀπόπτου
- ἄποπτοςseenmasc/fem/neut gen sgἀποπέτομαιfly offaor ind mid 2nd sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
JUDAEA — quae et Chananaea, et Promissionis terra, Syriae regio notissima: de cuius situ post Sacras literas Iosephus inprimis, post quem Strabo, l. 16. p. 749. et 756. Dion Gafl. l. 36. et Tac. Hist. l. 5. c. 6. ubi de Iudaea, cuius haec sunt verba:… … Hofmann J. Lexicon universale
περισκοπή — ἡ, Μ τόπος από τον οποίο μπορεί κανείς να παρατηρεί γύρω γύρω, να περισκοπεί, ψηλό μέρος, σκοπιά («ὁρᾷ ἐξ ἀπόπτου τινός περισκοπῆς», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκοπή «τόπος υψηλός απ όπου κατασκοπεύει κανείς» (< σκέπτομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι … Dictionary of Greek